Στους απολογισμούς των διακοσίων ετών από την Επανάσταση του 1821, οι επιδόσεις της νεότερης Ελλάδας στο πεδίο του πολιτεύματος και των θεσμών συστηματικά υποβαθμίζονται. Τουναντίον, υπερτονίζονται οι πελατειακές σχέσεις, οι εμφύλιες διενέξεις και οι εκτροπές μιας διαδρομής η οποία, παρ’ όλα αυτά, ήταν συγκριτικά πολύ ανοδικότερη από την αντίστοιχη των γειτόνων μας και πολλών ακόμη ευρωπαϊκών χωρών. Σε ποιους τελικά οφείλεται ο θετικός αυτός απολογισμός; Χωρίς να παραβλέπονται οι σκοτεινές πτυχές της διαδρομής αυτής, αναδεικνύεται η ξεχωριστή συμβολή στη δημιουργία της τεσσάρων πολιτικών ηγετών της νεότερης ιστορίας: του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Χαρίλαου Τρικούπη, του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με διαφορετικές καταβολές, ο καθένας τους μπόρεσε να υπερβεί απίστευτες δυσκολίες και να αφήσει το στίγμα του στο πολίτευμα και τη λειτουργία του. Γιατί όλοι είχαν την ευφυΐα να τοποθετούν την Ελλάδα στον διεθνή της περίγυρο και να βλέπουν πιο μακριά από την εποχή τους. Ήταν οι «αρχιτέκτονες» του πολιτεύματος.
Μαυροκορδάτος, λοιπόν, Τρικούπης, Βενιζέλος, Καραμανλής. Εκτός από την πανθομολογούμενη ευστροφία, την πολιτική οξυδέρκεια και τον πραγματισμό τους, είχαν και κάτι άλλο κοινό: την πεποίθηση ότι το Σύνταγμα «μετράει». Ότι δηλαδή δεν είναι πρόσχημα για να εξωραΐζει τις σχέσεις εξουσίας, αλλά κάτι παραπάνω: είνα σύνολο κανόνων και αρχών που αποβλέπουν στον περιορισμό της εξουσίας. Γι’ αυτό, στον βαθμό που τηρείται, το Σύνταγμα μετατρέπει την εξουσία σε αυθεντία. Ταυτόχρονα, οριοθετεί τη νομιμότητα και μέσω αυτής νομιμοποιεί την εξουσία.
Απόσπασμα από το βιβλίο